κατάρτι

κατάρτι
το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν)
ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά τού πλοίου, ο ιστός τού πλοίου
μσν.
δοκάρι
αρχ.
μέρος τού υφαντικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. κατ-άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (< κατ(α)-* + ἄρτιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάρτι — το ο ιστός του πλοίου: Ήταν ανεβασμένος στο κατάρτι του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • γολέτα — Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • ακάταρτος — η, ο [κατάρτι] (πλοίο) χωρίς κατάρτι …   Dictionary of Greek

  • καταρτή — καταρτή, ἡ (Μ) το κατάρτι, το δοκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάρτι(ον) με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μονάρμπουρος — η, ο (για πλοίο) αυτός που έχει ένα μόνο κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + άρμπουρο «κατάρτι»] …   Dictionary of Greek

  • μονοκάταρτος — η, ο (για πλοία) αυτός που έχει ένα μόνο κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κατάρτι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”